unanimidad - ορισμός. Τι είναι το unanimidad
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι unanimidad - ορισμός


unanimidad         
unanimidad f. Hecho de estar unánimes.
Por unanimidad. Unánimemente: "El acuerdo se tomó por unanimidad".
unanimidad         
Derecho.
Resultado de una votación en la que todos los votantes están de acuerdo en el objeto y resultado de la misma. En las decisiones que requieren unanimidad todos los votantes tienen derecho de veto.
unanimidad         
sust. fem.
Calidad de unánime.

Βικιπαίδεια

Unanimidad
La unanimidad (del latín unanimitate, unanimĭtas)Glare, P. G.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για unanimidad
1. "No hubo unanimidad", señaló el Ministerio francés de Exteriores.
2. Tampoco afirmaría que hay unanimidad en esa percepción.
3. Hubo casi unanimidad en todos los medios criticando al ministro.
4. Propuesta por Coalición Canaria, fue aprobada por unanimidad.
5. Es decir, no existe unanimidad en el pleno del Tribunal.
Τι είναι unanimidad - ορισμός